Church in Laodicea (Revelation 3:14-22)

91 Custom

Vocabulary

Word Meaning
ὁ, ἡ, τό ten, ta, to
καί a, i
ἐγώ
σύ ty
ὅτι že, protože, neboť
εἰμί jsem; být
αὐτός, ή, ὁ on, on sám
οὔτε a ne, ani
μετά s; spolu (s G); po, za (s A)
ἐν v, ve (s D)
λέγω říkat
ψυχρός, ά, όν studený; studená voda
ζεστός, ή, όν horký
ἵνα aby; že, takže
ἐκκλησία, ας, ἡ církev, shromáždění lidu
οἶδα vědět, znát
ἐκ, ἐξ z, od (s G)
πλουτέω být bohatý, mít nadbytek
ἔχω mít
ἐάν jestliže, -li, pokud
θύρα, ας, ἡ dveře
ἀκούω slyšet, poslouchat
νικάω vítězit; přemáhat
καθίζω sedat, usazovat
θρόνος, ου, ὁ křeslo, trůn
ἄγγελος, ου, ὁ posel
Λαοδίκεια, ας, ἡ Laodikeia
γράφω psát
ὅδε, ἥδε, τόδε tento, tato, toto
ἀμήν amen
μάρτυς, μάρτυρος, ὁ svědek
πιστός, ή, όν věrný, spolehlivý
ἀληθινός, ή, όν pravý, pravdivý
ἀρχή, ῆς, ἡ počátek; vláda
κτίσις, εως, ἡ stvoření
θεός, οῦ, ὁ Bůh
ἔργον, ου, τό čin
ὄφελον kéž, nechť, kdyby
nebo, či
οὕτως tak, takto; prostě
χλιαρός, ά, όν vlažný
μέλλω hodlat, chystat se
ἐμέω vyzvrátit, vyplivnout, vyvrhnout
στόμα, τος, τό ústa
πλούσιος, ία, ον bohatý
οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν nikdo, nic
χρεία, ας, ἡ potřeba, nutnost; nedostatek
οὐ, οὐκ, οὐχ ne
ταλαίπωρος, ον ubohý, nešťastný
ἐλεεινός, ή, όν ubohý, žalostný, zasluhující soucit
πτωχός, ή, όν chudý, ubohý
τυφλός, ή, όν slepý
γυμνός, ή, όν nahý
συμβουλεύω radit; rozhodnout se, dohodnout se
ἀγοράζω koupit
παρά od (s G); u (s D); vedle, proti (s A)
Jg8DMpEnQtu5WkASCXLyO9aB3ZhPzRYTfN4d6741 χρυσίον, ου, τό zlato
πῦρ, ός, τό oheň
ἱμάτιον, ου, τό oděv
pLdOvhTszJc1Hf47KiFkSnbZyXEDreaxwYMQ3879 λευκός, ή, όν bílý
περιβάλλω oblékat, zdobit
μή ne
φανερόω ukázat, zjevit
αἰσχύνη, ης, ἡ hanba; potupa

Biblical text

3:14Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Λαοδικίᾳ ἐκκλησίας γράψον Τάδε λέγει Ἀμήν, μάρτυς πιστὸς καὶ ἀληθινός, ἀρχὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ15Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός. ὄφελον ψυχρὸς ἦς ζεστός.16οὕτως, ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου.17ὅτι λέγεις ὅτι Πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδὲν χρείαν ἔχω, καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός,18συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι παρ’ ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρὸς ἵνα πλουτήσῃς, καὶ ἱμάτια λευκὰ ἵνα περιβάλῃ καὶ μὴ φανερωθῇ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου, καὶ κολλούριον ἐγχρῖσαι τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς.19ἐγὼ ὅσους ἐὰν φιλῶ ἐλέγχω καὶ παιδεύω· ζήλευε οὖν καὶ μετανόησον.20Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ.21 νικῶν δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς κἀγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθισα μετὰ τοῦ Πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ.22 ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.