Word Meaning Occurrences
κατανοέω observe; consider 14
καταντάω come, arrive 13
κατάνυξις, εως, ἡ stupefaction 1
κατανύσσομαι be pierced 1
καταξιόω consider worthy 3
καταπατέω trample 5
κατάπαυσις, εως, ἡ a rest 9
καταπαύω stop 4
καταπέτασμα, τος, τό curtain 6
καταπίμπρημι burn down, set on fire 0
καταπίνω swallow 7
καταπίπτω fall (down) 3
καταπλέω sail down 1
καταπονέω subdue 2
καταποντίζομαι drown, be submerged 2
κατάρα, ας, ἡ curse, imprecation 6
καταράομαι to curse, execrate 5
καταργέω inactivate 27
καταριθμέω to count 1
καταρτίζω prepare; restore 13