Word Meaning Occurrences
ἀποδοκιμάζω reject 9
ἀποδοχή, ῆς, ἡ acceptance 2
ἀπόθεσις, εως, ἡ removal 2
ἀποθήκη, ης, ἡ storehouse, barn 6
ἀποθησαυρίζω store up, lay up 1
ἀποθλίβω press upon, crowd 1
ἀποθνῄσκω die 111
ἀποκαθίστημι restore 8
ἀποκαλύπτω reveal 26
ἀποκάλυψις, εως, ἡ revelation 18
ἀποκαραδοκία, ας, ἡ eager expectation 2
ἀποκαταλλάσσω reconcile 3
ἀποκατάστασις, εως, ἡ restoration 1
ἀπόκειμαι to reserve 4
ἀποκεφαλίζω behead 4
ἀποκλείω close, shut 1
ἀποκόπτω cut off, cut away 6
ἀπόκριμα, τος, τό official report 1
ἀποκρίνομαι answer 231
ἀπόκρισις, εως, ἡ answer 4