ἀκούω

hören, zuhören

akouo
Verb
428

Active

  • fut. ἀκούσω, ἀκούσομαι
  • aor. ἤκουσα
  • pf. ἀκήκοα, ptc. ἠκουκώς

Passive

  • fut. ἀκουσθήσομαι
  • aor. ἠκούσθην
  • pf. 3 sg. ἤκουσται