ἄγω

mener, apporter

ago
Verb
74

Active

  • fut. ἄξω 
  • aor. ἤγαγον, 3 pl. ἤγαγαν, ἠγάγοσαν 
  • pf. ἀγήοχα

Passive

  • impf. ἠγόμην 
  • fut. ἀχθήσομαι 
  • aor. ἤχθην
  • pf. 3 sg. ἦκται