Word Meaning
πάθημα, τος, τό suffering
ἀνταναπληρόω to fill up
ὑστέρημα, τος, τό need
θλῖψις, εως, ἡ affliction, tribulation
σῶμα, τος, τό body
ἐκκλησία, ας, ἡ church, assembly
γίνομαι to happen, become
διάκονος, ου, ὁ servant; assistant
οἰκονομία, ας, ἡ management
δίδωμι give
πληρόω fill
λόγος, ου, ὁ word
ἀποκρύπτω hide
αἰών, ῶνος, ὁ age
γενεά, ᾶς, ἡ generation