Word Meaning
δεξιός, ά, όν right
χείρ, χειρός, ἡ hand
παραχρῆμα immediately
στερεόω make strong/firm
βάσις, εως, ἡ foot
σφυδρόν, οῦ, τό ankle
ἐξάλλομαι leap out/up
ἵστημι set; stand
εἰσέρχομαι enter; come into