Word Meaning
καταργέω inactivate
ἵνα in order that; that
δύο two
κτίζω create
καινός, ή, όν new
ἄνθρωπος, ου, ὁ man
ἀποκαταλλάσσω reconcile
σῶμα, τος, τό body
θεός, οῦ, ὁ God