Word Meaning
σωτήριος, ον saving
ὅς, ἥ, ὅ who, which
ἑτοιμάζω prepare
πρόσωπον, ου, τό face
πᾶς, πᾶσα, πᾶν all
φῶς, φωτός, τό light
εἰς to; in (with A)
ἀποκάλυψις, εως, ἡ revelation
ἔθνος, ους, τό nation, gentiles
καί and
δόξα, ης, ἡ glory
Ἰσραήλ, ὁ Israel