Word Meaning
καίω to light
χείρων, ον worse
κλάδος, ου, ὁ branch
γέμω be full
Βαραββᾶς, ᾶ, ὁ Barabbas
ἄφρων, ον foolish, ignorant
Ἁνανίας, ου, ὁ Ananias
κλῆσις, εως, ἡ call, calling
ἀρχαῖος, α, ον old, ancient
Θωμᾶς, α̑, ὁ Thomas
καταβολή, ῆς, ἡ foundation
Ζαχαρίας, ου, ὁ Zacharias
διαμερίζω divide
ἐπαισχύνομαι be ashamed
εἴκοσι twenty