Word Meaning
πλήρωμα, τος, τό Fülle, Vollständigkeit, Ganzheit
κατοικέω bewohnen, wohnen
ἀποκαταλλάσσω versöhnen
εἰρηνοποιέω mache Frieden
αἷμα, τος, τό Blut
σταυρός, οῦ, ὁ Kreuz