Word Meaning Occurrences
κράτος, ους, τό power, might 12
κραυγάζω cry (out) 9
κραυγή, ῆς, ἡ a shout, wail 6
κρέας, κρέατος meat 2
κρείττων better (comp. of ἁλυπότερος) 19
κρεμάννυμι hang 7
κρημνός, οῦ, ὁ cliff; steep slope 3
Κρής, ητός, ὁ a Cretan 2
Κρήσκης, εντος, ὁ Crescens 1
Κρήτη, ης, ἡ Crete 5
κριθή, ῆς, ἡ barley 1
κρίθινος, η, ον made of barley 2
κρίμα, τος, τό judgment; lawsuit 27
κρίνον, ου, τό lily 2
κρίνω to judge 114
κρίσις, εως, ἡ judging, judgment 47
Κρίσπος, ου, ὁ Crispus 2
κριτήριον, ου, τό lawsuit; lawcourt 3
κριτής, ου, ὁ a judge 19
κριτικός, ή, όν able to judge 1