ἀπέρχομαι

weggehen

aperchomai
Verb
117
  • fut. ἀπελεύσομαι
  • aor. ἀπῆλθον, 3 pl. ἀπῆλθαν, ἀπήλθασιν, -οσαν
  • pf. ἀπελήλυθα, ptc. ἀπεληλυθώς
  • plpf. ἀπεληλύθειν