ἀκολουθέω

suivre

akoloutheo
Verb
90
  • pres. impv. ἀκολούθει
  • impf. ἠκολούθουν
  • fut. ἀκολουθήσω
  • aor. ἠκολούθησα
  • pf. ἠκολούθηκα