ἀγαπάω

kochać

agapao
Verb
143

Active:

  • impf. ἠγάπων
  • fut. ἀγαπήσω
  • aor. ἠγάπησα
  • pf. ἠγάπηκα, ptc. ἠγαπηκώς
  • plpf. 3 sg. ἠγαπήκει

Passive:

  • fut. ἀγαπηθήσομαι
  • aor. 2 sg. ἠγαπήθης
  • pf. ptc. ἠγαπημένος