Word Meaning
λόγος, ου, ὁ word
πατήρ, πατρός, ὁ father
Νῶε, ὁ Noah
κατακλυσμός, οῦ, ὁ flood, deluge
πίνω to drink
παραλαμβάνω to receive
ποῖος, α, ον of what kind?
ἕτοιμος, η, ον ready
ὑπάρχω be; possess
χρονίζω take time, delay
κλαυθμός, οῦ, ὁ weeping
βρυγμός, οῦ, ὁ gnashing
ὀδούς, ὀδόντος, ὁ tooth
δέκα ten
ἀγοράζω buy
ἀποδημέω to journey; be absent