Word Meaning
μαθητής, οῦ, ὁ žák, učedník
λαμβάνω vzít, přijmout
γῆ, ῆς, ἡ země
πίστις, εως, ἡ víra
μέγας, μεγάλη, μέγα velký
ἐκεῖνος, η, ο onen, tamten
πιστεύω věřit
ἅγιος, α, ον svatý
ἀποκρίνομαι odpovídat
ὄνομα, τος, τό jméno
οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν nikdo, nic
γινώσκω poznat
ὑπό pomocí, od (s G); pod, kolem (s A)
ἐξέρχομαι vycházet
ἀνήρ, ἀνδρός, ὁ muž; manžel