Word Meaning
σῴζω save
λουτρόν, οῦ, τό bath, washing
παλιγγενεσία, ας, ἡ renewal; rebirth
ἀνακαίνωσις, εως, ἡ renewal
πνεῦμα, τος, τό spirit; breath
ἅγιος, α, ον holy
ἐκχέω pour out
πλουσίως richly
δικαιόω justify, declare righteous