Word Meaning
ἐκβάλλω drive out
προσεύχομαι pray
ῥῆμα, τος, τό word, saying
πούς, ποδός, ὁ foot
τόπος, ου, ὁ place
Πέτρος, ου, ὁ Peter
οὐχί not; no; not?
ἐγείρω wake up
δεῖ it is necessary
βάλλω throw; put
παραβολή, ῆς, ἡ figure, parable
ἁμαρτωλός, όν sinful
ἐγγίζω to approach
καθώς as; just as
παραδίδωμι deliver, hand over
ὥρα, ας, ἡ hour
πίνω to drink
μήτηρ, τρος, ἡ mother
ὅλος, η, ον whole
ὀφθαλμός, οῦ, ὁ eye
διδάσκαλος, ου, ὁ teacher
ἐπερωτάω ask; ask for
διδάσκω to teach
Σίμων, ωνος, ὁ Simon
ἀκολουθέω to follow
πίπτω fall
σῴζω save
ἔτι yet, still
πῶς how?
ἀγαθός, ή, όν good