Word Meaning
πῶς how?
ἐκχέω pour out
στέφανος, ου, ὁ crown, wreath
κληρονομέω acquire; inherit
δῶρον, ου, τό gift, present
παλαιός, ά, όν old
κτίσις, εως, ἡ creation
βάπτισμα, τος, τό dipping; baptism
προφητεία, ας, ἡ prophecy
ἐπουράνιος, ον celestial; heavenly
κριτής, ου, ὁ a judge
παρατίθημι set before
κοινωνία, ας, ἡ communion, fellowship; share; generosity
τέλειος, α, ον perfect; mature
ἐπιλαμβάνομαι take hold of