Word Meaning
πνεῦμα, τος, τό spirit; breath
υἱός, οῦ, ὁ son
εἷς, μία, ἕν one; first
οὐρανός, οῦ, ὁ heaven
γῆ, ῆς, ἡ earth, land
πίστις, εως, ἡ faith
ἅγιος, α, ον holy
δόξα, ης, ἡ glory
ὑπέρ for, then, on behalf of (with G); over (with A)
σάρξ, σαρκός, ἡ flesh; body
προφήτης, ου, ὁ prophet
ἀγαπάω to love
νεκρός, ά, όν dead
ἀνίστημι raise
θάλασσα, ης, ἡ lake; sea