Word Meaning
δοῦλος, ου, ὁ slave, servant
ἤδη now
λόγος, ου, ὁ word
ἄνθρωπος, ου, ὁ man
ἐγώ I
παιδίον, ου, τό child
πρίν before
κύριος, ου, ὁ Lord
εἶδον I saw (aor. of ὁράω)
τέρας, ατος, τό wonder, miracle
ἐάν if, when, ever
μέλλω be about to
ἰάομαι heal
ἵνα in order that; that
ἐρωτάω ask, request